(Λιτόχωρο 1853 - Αθήνα 1938). Μουσική φυσιογνωμία της
μετεπαναστατικής Ελλάδος, καθηγητής της εκκλησιαστικής μουσικής και υμνωδός,
υποδειγματικός καλλιτέχνης και οικογενειάρχης (πατέρας των μουσικών
Θεόφραστου,
Άρη και Αντιγόνης Σακελλαρίδη), θεωρητικός και εξαίρετος δάσκαλος, άσχετα με τη γνώμη που μπορεί κανείς να τρέφει προς την εναρμόνιση της
βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής που επέβαλε. Πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα από τον
πατέρα του ιερέα Θεοφάνη Σακελλαρίδη. Στη συνέχεια, σπούδασε βυζαντινή
μουσική στη Θεσ/νίκη (με τον παπά
Θ. Μαντζουρανή και ευρωπαϊκή στην Αθήνα (αρχικά με τον
Γ. Μαντζαβίνο
και κατόπιν με τον Ιούλιο Ένιγκ).
Ταυτόχρονα σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών.
Διαθέτοντας εξαιρετικά γλυκειά και εύστροφη φωνή, ήδη ως φοιτητής
διορίστηκε αριστερός ψάλτης στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και μετά,
πρωτοψάλτης στον Άγιο Νικόλαο Πειραιώς. Σε σύντομο διάστημα έγινε
γνωστός και ανέλαβε τη θέση του πρωτοψάλτη στην Αγία Ειρήνη Αθηνών.
Διετέλεσε επίσης πρωτοψάλτης και χοράρχης τετράφωνου Χορού στη Μητρόπολη,
στον Άγιο Γεώργιο Καρύκη, στον νεόδμητο Άγιο Κων/νο Ομόνοιας (1905), στη
Χρυσοσπηλιώτισσα και τελικά, πάλι στην Αγία Ειρήνη ώς το θάνατό του.
Στο μεταξύ, μετά
το τέλος των παν/μιακών σπουδών του, διορίστηκε
καθηγητής της εκκλ. μουσικής, στο Διδασκαλείο Αθηνών, στη Ριζάρειο
Σχολή, στο Αρσάκειο, στο "Αμαλιείο", στο Παρθεναγωγείο Χιλλ, στο
Χατζηκυριάκειο, κ.λπ. Παράλληλα, διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής
στο Εθνικό Ωδείο. Το 1903 έδωσε, μαζί με τα παιδιά του, συναυλία στο
Μόναχο με πρόγραμμα ύμνων και ελλ. δημοτικών τραγουδιών, που είχε
αξιόλογη απήχηση. Όταν πρωτοέψαλλε στην Αγία Ειρήνη, συνδέθηκε με τον επίσκοπο Ζακύνθου και φημισμένο μουσικό
Διονύσιο Λάτα
και άρχισε να επεξεργάζεται τη βυζ. μουσική κατά το δίφωνο και τρίφωνο
είδος της ευρωπαϊκής αρμονίας. Οι εναρμονίσεις του - τονισμένες με γούστο,
γνώση και βαθειά θρησκευτικότητα - καθώς και η μελίρρυτη φωνή του - που
τις εμψύχωνε - ενθουσίασαν εκλεκτά τμήματα της αθηναϊκής κοινωνίας και
πλήθη κόσμου συνέρρεαν όπου έψαλλε ο Σακελλαρίδης
για να τον
ακούσουν. Επίσης, το "σύστημά" του από την πρώτη στιγμή υποστηρίχτηκε
τόσο από τους πολυάριθμους μαθητές του όσο και από το Παν/μιο Αθηνών.
Όμως, όπως εξυπακούεται, προκάλεσε παράλληλα σφοδρές αντιρρήσεις από
τους υπερασπιστές της παραδοσιακής βυζαντινής μουσικής και τον εφοδίασε με
αρκετούς εχθρούς. Όμως ο Σακελλαρίδης παρέμεινε όρθιος και αδάμαστος, χωρίς ποτέ να
υποκύψει σε καμιά σε βάρος του πίεση ή πολεμική. Όπως γράφει ο ειδικός
βιογράφος του
Κωνσταντίνος Καλοκύρης: "Ἔπειτα ἦταν καὶ ὁ
τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκτελοῦσε τοὺς ὕμνους, ἐκεῖνο τὸ "λιγύφθογγον καὶ
εὐδίνητον στόμα". Ὁ κόσμος ἔτρεχε στὴν Ἐκκλησία "νὰ ἀκούσει τὸν
Σακελλαρίδη!". Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ σημειώσω ὅτι εἶχε γίνει θρῦλος καὶ ἡ
συντήρηση αὐτοῦ τοῦ θρύλου τὸν ὑποχρέωνε νὰ μὴ ἐγκαταλείπει τὸ ἀναλόγιο
ἀλλὰ νὰ ψάλλει μέχρι τὸν θάνατὸ του. Κατάκοπος στό τέλος τῶν ἱερῶν
Ἀκολουθιῶν - λίγους μῆνες πρὸ τοῦ θανάτου του - δεχότανε ἕνα ποτήρι γάλα
ποὺ τὸ ἔπινε πίσω ἀπὸ τὸ στασίδι του. Ἀμέσως ἐκτινασσόταν ὄρθιος
ἀναφωνώντας: «Ψαλῶ τῷ Θεῷ ἕως ὑπάρχω!». Ο Σακελλαρίδης ήταν
επίσης ενεργό μέλος του "Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου" Αθηνών, που όμως για να τον "καταπολεμήσει", κάλεσε από την Κωνσταντινούπολη τον Κωνσταντίνο Ψάχο.
Τα κυριότερα μουσικά έργα του είναι:
1. "Χρηστομάθεια εκκλησιαστικής μουσικής" (Αθήναι 1880).
Περιέχει την πρακτική και τη θεωρητική διδασκαλία της εκκλ. μουσικής με
αξιόλογα προλεγόμενα (που αφαιρέθηκαν από την Β' έκδοση του 1885,
πιθανώς γιατί έγραφαν ότι η βυζαντινή μουσική "Παραμεληθεῖσα ὑπὸ τῶν
πιθηκιζόντων ἡμιμαθῶν, κεῖται πτῶμα φθῖνον καὶ ἴσως ἐκλεῖπον μετὰ καιρὸν
ὑπὸ τὸ σατανικὸν μειδίαμα τοῦ πιθηκισμοῦ τῆς Δύσεως"!). Το έγραψε
ως τελειόφοιτος της φιλολογίας. Στη Β' έκδοση ο συγγραφέας αφαίρεσε τα
συντηρητικά προλεγόμενα της Α' έκδοσης, γιατί στο μεταξύ είχε
κατασταλάξει στις απόψεις του περί αρμονικής επένδυσης των ύμνων.
2. "Μούσαι" (Αθήναι 1882). Σχολικό εγχειρίδιο, γραμμένο σε συνεργασία με τον Ένιγκ. Περιέχει εκκλ. και δημοτικά άσματα σε βυζ. και ευρωπ. σημειογραφία.
3. "Άσματα εκκλησιαστικά" (σε ευρωπ. σημειογραφία "τῇ ἐπιμελείᾳ Ἰουλίου Ἔνιγγ "). Εκδόθηκαν σε 5 φυλλάδια (2 το 1884, 1 το 1886 και 2 το 1887. Tο τεύχος Α' ανατυπώθηκε το 1889).
Περιέχουν την Θεία Λειτουργία, την Ακολουθία των Χριστουγέννων, των
Θεοφανίων, του Ακάθιστου Ύμνου, του Μ. Σαββάτου και άσματα της Μ.
Εβδομάδος.
4. "Συρτός" (1887), δημοτική μελωδία σε ευρωπ. σημειογραφία ("τῇ συμπράξει Ἀλ. Κατακουζηνοῦ").
5. "Οκτώηχος" (1888 και 89) σε ευρωπ. σημειογραφία. Στα
προλεγόμενα υπάρχουν οι απόψεις του για την πολυφωνία, σχόλια στους 8
Ήχους και παρατηρήσεις για τα μουσικά γένη. Περιέχει ό,τι ψάλλεται στον
Εσπερινό του Σαββάτου και στον Όρθρο της Κυριακής (τύποις Σπ. Κουσουλίνου).
6. "Αγιοπολίτης" (Αθήναι 1905). Περιέχει Εορτολόγιο, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο.
7. "Ιερά Υμνωδία". Είναι το έργο του (σε βυζαντινή
παρασημαντική) που γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις στην Αθήνα. Η Α'
έγινε το 1902. Ο τότε υπουργός Παιδείας Α. Μορφεράτος με Εγκύκλιό του (υπ' αριθμ. 3577/19-2-1902) συνέστησε "θαρρούντως το βιβλίον τούτο ως απαραίτητον βοήθημα και
άριστον οδηγόν εις πάντα δημοδιδάσκαλον, διά τε το Σχολείον και την
Εκκλησίαν". Διαιρείται σε 3 τόμους που περιέχουν α) Αναστασιματάριον,
β) Θεία Λειτουργία, γ) Μεγ. Εβδομάδα. (Η Γ' έκδοση έγινε το 1923 από τον Οίκο Δ. και Π. Δημητράκου).
8. "Τυρταίος" (Αθήναι 1907): Παιδικά και άλλα τραγούδια σε
ευρωπαϊκή σημειογραφία, "ήτοι βιβλίον μουσικόν περιέχον νέα άσματα
παιδαγωγικά, ορχηστικά, γυμναστικά, ως και τα χορικά της Ηλέκτρας και
της Αντιγόνης του Σοφοκλέους, την παροδον του Οιδίποδος επί Κολωνώ και
ικανάς δημώδεις μελωδίας". Πολλά απ' αυτά τα τραγούδια έγιναν διάσημα
και τραγουδήθηκαν από όλα τα Ελληνόπουλα: "Όλη δόξα όλη χάρη άγια μέρα
ξημερώνει" (στίχοι Γ. Μ. Γεωργόπουλου), "Ξέρεις την χώραν που ανθεί
φαιδρά πορτοκαλέα" (Άγγ. Βλάχος, από τη "Mignon" του Γκαίτε), "Τα πήραμε
τα Γιάννενα","Σ’ αυτά σ' αυτά τα κύματα τα ηλιοφωτισμένα" (στίχοι Γ.
Παράσχου), "Πήρανε κι ανθίζουν τα χλωρά κλαδιά" (στίχοι Παλαμά), "Τί
τιμή στο παλληκάρι όταν πρώτο στη φωτιά" (Τυρταίος, μετάφραση Σπ.
Τρικούπη), κ.λπ.
9. "Ύμνοι και Ωδαί εν αρμονική τριφώνω συμφωνία" (Αθήναι 1930, με προλεγόμενα γραμμένα τον Αύγουστο του 1908).
Επίσης δημοσίευσε σε αυτοτελές τεύχος την "Μελοποιίαν των χορικών και κομμών της Αντιγόνης του Σοφοκλέους" (Αθήναι 1896).
Αυτά τα "Χορικά" εκτελέστηκαν το 1895 από τον ίδιο (στην Αίθουσα
Τελετών του Παν/μίου Αθηνών) ενώπιον του τότε πρωθυπουργού Θ.Π.
Δεληγιάννη και άλλων προσωπικοτήτων. Το 1896 με την ευκαιρία των Α'
Ολυμπιακών Αγώνων, ο Σακελλαρίδης έψαλλε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών ως
κορυφαίος του Χορού. Αργότερα έγραψε μουσική και για την «Ιφιγένεια εν
Ταύροις» (παράσταση στο Αρσάκειο, το 1914, σε ενορχήστρωση Νικ. Λάβδα).
Συνέλεξε και 172 δημοτικά τραγούδια από τις περιοχές του Ολύμπου, του
Ελικώνα και του Παρνασσού, ώστε να αναγνωρίζεται "ως πρωτοποριακός
μουσικολόγος ερευνητής της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής", και μάλιστα ως
"ο εκκλησιαστικός και εθνικός μας υμνωδός".
Η φημισμένη φωνή του κράτησε τη διαύγεια, τη γλυκύτητα και τις ψηλές νότες της ώς τα βαθιά του γεράματα. Επ’ αυτού, ο Κ. Καλοκύρης διηγείται
το εξής: "Ενθυμούμαι ότι, όταν ψάλλαμε στην αγία Ειρήνη το "Σήμερον
σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονεν" στον πλ. Α' Ήχο, όλοι σιωπούσαμε στην φράση "
τὸ νῖκος ἔδωκεν ἡμῖν", γιατί κανείς δεν μπορούσε αβίαστα να ανεβάσει
τόσο ψηλά τη φωνή του (στον πάνω Γα, στην λέξη: νῖκος). Μόνο ο
Σακελλαρίδης το κατόρθωνε παρά την ηλικία του".
Ο Ανδρέας Ανδρεόπουλος, Γυμνασιάρχης του Βαρβακείου και
διακεκριμένος λόγιος, σε άρθρο του το 1922 στο περιοδικό "Εὐτυχία",
θεωρεί τον Σακελλαρίδη ότι καλύτερο έχει να επιδείξει η Αθήνα και
προτρέπει όποιον την επισκεφτεί, να σταθεί έστω και για ένα τέταρτο στη
Χρυσοσπηλιώτισσα στην Αιόλου, όπου συνωστίζονται τα πλήθη για να
"αἰσθανθῆ φρικιασμοὺς ὑπερτάτης ψυχικῆς συγκινήσεως." Εκεί όπου δεν
ακούεται ο παραμικρός θόρυβος και όλοι οι εκκλησιαζόμενοι "ἔχουν
ἀπομαρμαρωθῆ". Γράφει πως "αὐτὸ δὲν συμβαίνει εὶς καμμίαν ἀλλην
ἐκκλησίαν τῶν Ἀθηνῶν. Εἰς καμμίαν ἄλλην πόλιν τῆς Ἑλλάδος. Ἴσως πουθενά
στὸν κόσμον. Διότι ὁ γηραιὸς Σακελλαρίδης ἔξοχος ἐνταυτῶ μελετητὴς τῆς
ἀρχαίας γλώσσης καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας κατανοεῖ ὡς οὐδεὶς ἄλλος
τὴν δύναμιν νὰ ἀποδίδει εἰς τῆν μουσικὴν τὰς δυσθεωρήτου βάθους ἐννοίας
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων τῆς Ὀρθοδοξίας."
Στην εφημερίδα "Εθνική Ώρα" ,1923, γράφει ο Τρύφων Παπαθανασίου,
Επιθεωρητής των Σχολείων του Κράτους : "Ὑπὸ τοὺς θόλους τῆς
Χρυσοσπηλαιωτίσσης κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ μεγάλας ἑορτάς, ὁ μάγος ψάλτης
Σακελλαρίδης, ὁ ἄφθαστος καλλιτέχνης, παραθέτει ψυχικην πανδαισίαν καὶ
καλλιτεχνικὴν ἀρρήτου γλυκασμοῦ. Ἐξωτερικεύων τὸν ἔσω του ἄνθρωπον δὲν
ψἀλλει ἁπλῶς, ἀλλὰ στροβιλιζόμενος περὶ τὸ φωτοβόλον ἄστρον τοῦ θείου
ἐλέους κελαδεῖ ἡδυλάλως τὴν δόξαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ συγκινών, μαγεύων,
αἰχμαλωτίζων, σκορπίζων ρόδα εὐώδη ἀπαραμιλλου τέχνης, κηρύττει μὲ
δύναμιν πολλῶν ἱεροκηρύκων τοὺς πόθους τῶν εὐσεβῶν εἰς κτῆμα πίστεως
αἰωνίας. Τὰ μυρμηκιῶντα πλήθη,....διὰ γλυκυτάτης μελωδίας ἥτις ἀποθεοῖ
τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐξειδανικεύει τὴν ὕλην, αἴρονται εἰς ὑπερνεφεῖς κόσμους
καὶ ἀπολαμβάνουσιν ὠχρᾶς τινος ἀνταὐγείας ἀπὸ τὴν Ἠὼ τῆς αἰωνιότητος.
Παραδείσιος γοητεία ἐκχύνεται ἀπὸ τὸ στόμα τῆς οἰστρηλάτου καὶ λιγυρᾶς
ἀηδόνος, ἥτις ἐν μέσω τοῦ ζόφου τῆς ὑλοφροσύνης ἀποτελεῖ παρήγορον φῶς,
πρὸς τὸ ὁποῖον πέτονται τῶν ἰδανιστῶν αἱ ψυχαί. Ὅσοι δὲν ἠκούσατε τὸν
Σακελλαρίδη δὲν διεκπεραιώθητε ἀπὸ τοῦ παγεροῦ τῆς ὕλης χειμῶνος πρὸς τὸ
ἀνθηφόρον Ἔαρ"!
Το πρώτο φιλολογικό του μνημόσυνο έγινε στον "Παρνασσό". Το
οργάνωσαν (ανάμεσα σε άλλους) και οι μαθητές και θαυμαστές του
ακαδημαϊκοί Γ. Σωτηρίου, Ν. Λούβαρης, Π. Μπρατσιώτης και Μ. Καλομοίρης. Δίδαξε πολυάριθμους και διακεκριμένους μαθητές.