Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΤΟΥ 20ου
ΑΙΩΝΑ
Γ. ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ (Κων/λη 1865 – Αθήνα 1941)
β΄ μέρος
Ερχόμαστε
τώρα στη δεύτερη παράμετρο που είναι βεβαίως οι ήχοι, οι κλίμακες πάνω στις
οποίες βαίνουν οι βυζαντινές μελωδίες. Εδώ θα πω προκαταρκτικά ότι η κατανόηση
των βυζαντινών κλιμάκων είναι μια διαδικασία δυσχερέστατη διότι η πραγματική
λογική τους βρίσκεται κρυμμένη καλά στις παλαιότερες συνθέσεις, άγνωστες στο
ευρύ κοινό, ενώ η παρανόηση διευκολύνεται από τις συνθέσεις των νεωτέρων, την
αναλυτική σημειογραφία και την έλλειψη επαρκούς διδασκαλίας. Ο Ε. Γιαννίδης
φαίνεται ότι φτάνει να αναλύσει σε αρκετό βάθος τη δομή των οκτώ ήχων, με
ασυνήθιστη εμβρίθεια για το χώρο απ’ τον οποίο προέρχεται, χωρίς βέβαια να
αποφεύγει τα λάθη και τις παρανοήσεις.
Η εργασία
του Γιαννίδη στο μικρό θεωρητικό Η
Βυζαντινή μουσική και η εναρμόνισή της σχετικά με τους
ήχους είναι τόσο αναλυτική και συγκεκριμένη που για να την αξιολογήσουμε σωστά
πρέπει να την ακολουθήσουμε βήμα – βήμα.
Αφού,
λοιπόν, κάνει μια προσεχτική περιγραφή της πορείας του κάθε ήχου και των
κυριότερων παρακλαδιών του,
καταλήγει στην εξής κατάταξη:
«1. Πλάγιος
δ΄ (βάση ντο), τρίτος και βαρύς της α΄ μορφής
(βάση φα με σι♭) και τέταρτος
της β΄ μορφής (βάση σολ).
Αντιστοιχούνε με το ματζόρε – ο τελευταίος με την παρατήρηση πως κάνει τις
καταλήξεις του στην πέμπτη.
2. Πρώτος
(βάση ρε) και πλάγιος πρώτος της 2ης μορφής (βάση λα με φα#).
Ιδιόρρυθμοι.
3. Πλάγιος
πρώτος της 1ης μορφής (βάση ρε).
Μοιάζει πολύ με μινόρε.
4. Τέταρτος
της 1ης μορφής, δηλαδή λέγετος (βάση μι), και βαρύς της 2ης μορφής (βάση σι). Ιδιόρρυθμος
[sic].
5. Δεύτερος και πλάγιος β΄. Τους χαρακτηρίζει το
τριημιτόνιο διάστημα».
Βλέπουμε,
λοιπόν, έξι ήχους «ιδιόρρυθμους» (συμπεριλαμβάνω τους β΄ και πλ. β΄), τον πλ.
α΄ που «μοιάζει με μινόρε» και τους τρεις ‘‘καθαρούς’’ ματζόρε. Το γεγονός ότι
δεν κατατάσσει όλους τους ήχους σε ματζόρε ή μινόρε δείχνει ότι αντιλαμβάνεται
πλήρως την ιδιάζουσα τροπική φύση τους. Βέβαια, το κριτήριο εδώ είναι εάν ο
ήχος αντιστοιχεί επακριβώς με την πορεία των διαστημάτων του μείζονος και του
ελάσσονος τρόπου. Με άλλα λόγια, ο α΄ και ο ειρμολογικός πλ. α΄ (περίπτωση 2)
έχουν στην πορεία τους επί το οξύ άκουσμα μινόρε αλλά επειδή κάτω απ’ το λα
έχουμε σολ φυσικό και φα# ο Γιαννίδης δεν τους θεωρεί μινόρε· ορθώς όσον αφορά
στην κατάταξή τους και την πορεία των διαστημάτων, αλλά με λανθασμένη εντέλει
θεώρηση σχετικά με την εναρμόνισή τους, όπως θα δούμε.
Αυτό όμως
που σίγουρα πρέπει να σχολιάσουμε είναι ότι έχουμε μία θεώρηση που αφορά οκτάβες. Κι εδώ είναι το σημείο που
προκαλεί τα προβλήματα. Διότι η σαφής διάκριση μεταξύ των συστημάτων, δηλαδή
των ειδών των κλιμάκων, που χρησιμοποιεί η βυζαντινή μουσική και του συστήματος
της ευρωπαϊκής είναι ουσιώδης για μια σωστή αντίληψη των πραγμάτων. Συνοπτικά,
η ευρωπαϊκή μουσική γνωρίζει ένα σύστημα, το διαπασών, την οκτάβα, δηλαδή. Στην
οκτάβα έχουμε επτά συν μία νότες που αποτελούν όλες μαζί ένα «σύστημα» νοτών
των οποίων η διαστηματική αλληλουχία φυσιολογικά, δηλαδή χωρίς μετατροπία, δεν
αλλάζει. Το σύστημα αυτό επαναλαμβάνεται από την όγδοη νότα που είναι τέλος και
αρχή. Στη βυζαντινή μουσική η οκτάβα είναι μόνο ένα από τα συστήματα που
χρησιμοποιούνται και μάλιστα όχι το πλέον συνηθισμένο. Αντίθετα, επικρατεί το
πεντάχορδο σύστημα ή «τροχός»· πρόκειται
για ακολουθία πέντε και όχι οκτώ φθόγγων και, αντίστοιχα, ο πέμπτος φθόγγος είναι
τέλος και αρχή για το επόμενο πεντάχορδο. Λ.χ. για τον α΄ ήχο: ρε, μι, φα,
σολ, λα//ρε, μι, φα, σολ, λα//ρε, μι... κ.ο.κ. Και βέβαια με την ονομασία των
φθόγγων της ευρωπαϊκής μουσικής αυτό φαίνεται παράταιρο αλλά η βυζαντινή
μουσική έχει την απαιτούμενη ευελιξία στις ονομασίες ώστε εφαρμόζεται απόλυτα
φυσιολογικά.
Πολλοί
λίγοι, ακόμη και από τους βυζαντινούς μουσικούς, μπόρεσαν να αντιληφθούν τη
σημασία αυτής της ιδιαιτερότητας. Ο Γιαννίδης, μαζί με τους υπόλοιπους,
αναφέρει: «[...] στη βυζαντινή μουσική εκείνο που παραπλανά τους ειδικούς είναι
ο πλούτος του λεξιλογίου [...] σύστημα του διαπασών, σύστημα του τροχού,
σύστημα του τετραχόρδου, ήχος πρωτόβαρος, ήχος τρίφωνος, τετράφωνος, πεντάφωνος
[...] Αυτά όλα στην ευρωπαϊκή μουσική συμπεριλαμβάνονται λιτότατα σ’ ένα μόνο
όρο, στη μαγική λέξη modulation,
μετατροπία. Παρ’ όλα αυτά όμως βέβαιο
είναι πως η μουσική μας έχει μεγάλη πρωτοτυπία, που τη χρεωστεί στη συστηματική χρήση αυτών των ιδιόρρυθμων
κλιμάκων που είδαμε».
Αντιλαμβάνεται, όπως βλέπουμε, τη σημασία της συστηματικότητας, αλλά εδώ
πρόκειται για κάτι παραπάνω από απλή συστηματικότητα, πρόκειται για διαφορετική
λογική στον τρόπο με τον οποίο δομείται η μελωδία· ίδια συστατικά, διαφορετική
συνταγή. Άρα η εξαίρεση γίνεται κανόνας. Εκτός αυτού, το σύστημα αυτό από το
οποίο παράγονται οι ήχοι μάς βοηθά να κατανοήσουμε τις διάφορες εσωτερικές εξελίξεις
τους και άρα να τους αντιληφθούμε στη σημερινή τους μορφή σωστά.
Εκεί
ακριβώς εντοπίζει ο Γιαννίδης, και πολύ σωστά, τη δυσκολία της εναρμόνισης: «Με
άλλα λόγια η δυσκολία είναι τώρα όχι στο είδος
των διαστημάτων αλλά στη σειρά των
διαστημάτων.
»Αυτή είναι πραγματικά η μόνη και η αληθινή
δυσκολία, και αυτή είναι που έκαμε ώστε όλη η αρμονιστική εργασία που γίνεται
μερικές δεκαετίες τώρα να δώσει, όσο για τη χρησιμοποίηση των βυζαντινών
μελωδιών, πολύ μέτρια εξαγόμενα. [...]
Τι άλλο [-λένε-] μπορούμε να κάνουμε; Άρα δεν εναρμονίζεται. Και είναι
περίεργο να υποστηρίζει την άποψη αυτή ένας καλός μουσικός σαν το μακαρίτη
Πολυκράτη, που έγραφε τα εξής: «Η βυζαντινή ημών μουσική πρέπει να μείνη
άθικτος....διότι δεν εναρμονίζεται.... Δεν δύναται να υποταχθή εις τους κανόνας
της πολυφωνίας, διότι διάφορος η διαίρεσις της κλίμακος της μιας, αλλοία δε η
της άλλης...» («Φόρμιγξ», 15 – 31 Οκτ. 1910)».
Ο
Γιαννίδης δεν δέχεται αυτή την αδυναμία: «Δεν
φαντάζομαι πως μπορεί να υπάρχει μια μουσική φράση που να μη δέχεται αρμονία.
[η υπογράμμιση δική μου] Είναι σα να πούμε πως υπάρχουν εικόνες που μόνο με το
μολύβι μπορούν να ζωγραφιστούν, όχι και με χρώματα». Η
λύση όμως που προτείνει, διότι το πρόβλημα το παραδέχεται, είναι να προσέξουμε
το είδος της εναρμόνισης αφού εκεί έγκειται το πρόβλημα: Όταν, λέει,
εναρμονίζουμε μη λαμβάνοντας υπόψιν το άκουσμα του ήχου, «τότε εννοείται πως οι
ήχοι αυτοί γίνονται αγνώριστοι, και τότε είναι πολύ φυσικό ο μουσικός να βγάλει
το συμπέρασμα πως δεν εναρμονίζονται, και ο βυζαντινός μουσικός, όταν ακούσει
το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας, με όλου του το δίκαιο θα διαμαρτυρηθεί για τη
βεβήλωση». Η σωστή κατεύθυνση,
λοιπόν, είναι η εναρμόνιση να
ανταποκρίνεται στην ακουστική εντύπωση που δημιουργεί ο κάθε ήχος και τρόπον
τινά να «ερμηνεύει» την αρμονία που κρύβει η μονόφωνη μελωδία: «Ξέρουμε πως
μια μελωδία μπορεί να εναρμονιστεί κατά αναρίθμητους τρόπους, και πως με τις
διάφορες αυτές εναρμονίσεις παίρνει κάθε φορά έννοιες τόσο πολύ διαφορετικές
ώστε απ’ την ίδια μελωδία μπορούν να προκύψουν μουσικά τεμάχια που να μην
έχουνε μεταξύ τους καμμιά συγγένεια ως προς την εντύπωση. Τώρα, ενόσω ο λόγος
είναι για μια μελωδία που τη γέννησε η φαντασία του ίδιου μουσικού που θα την
εναρμονίσει, τότε ο ίδιος είναι ελεύθερος να εκλέξει και την έννοια που θα της
δώσει, δηλαδή με ποιόν τρόπο θα την εναρμονίσει. Αλλάζει όμως το πράγμα όταν η
μελωδία προϋπάρχει και είναι λίγο ή πολύ ριζωμένη στην ψυχή των ακροατών. Τότε
έχει από πριν έννοια εντελώς ορισμένη, γι’ αυτό και η αρμονία εκείνη που όταν
εφαρμοστεί απάνω της δε θ’ αλλάξει την εντύπωση, φαντάζομαι πως είναι ορισμένη
στις γενικές γραμμές. Μπορεί κανείς να πει ότι στη μονόφωνη εκτέλεση εκείνης
της μελωδίας εξυπακούονται και άλλοι
φθόγγοι, υπάρχει στην ψυχή του ακροατή η αόριστη εντύπωση από μια σειρά
αρμονίες που της δίνει εκείνη την έννοια. [...] Εναρμόνιση λοιπόν μιας τέτοιας
μελωδίας, που έχει από πριν ορισμένη αρμονική έννοια, δε σημαίνει να εφεύρουμε μιαν αρμονία κατάλληλη για να
την πλουτίσει, σημαίνει να εύρουμε, ν’
ανακαλύψουμε εκείνη την αρμονία που τη συνοδεύει ασύνειδα μέσα στη ψυχή των
ακροατών. Σημαίνει να βρεθεί το αίσθημα που κρύβεται μέσα σ’ εκείνη τη μελωδία
και να μεταφραστεί σε συγχορδίες. Η τέτοια εναρμόνιση μπορεί να ονομαστεί ερμηνεία της μελωδίας».
Η
διατύπωση αυτής της θεωρητικής αρχής πάνω στην οποία θα πρέπει να βασιστεί η
εναρμονιστική εργασία αποτελεί θεμελιώδες κεφάλαιο, είναι, θα λέγαμε, η
απαράβατη και αμετάκλητη συνθήκη που θα μας επιτρέψει να φτάσουμε σε ένα
αποτέλεσμα αισθητικά αλλά και λειτουργικά
επιθυμητό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μελωδίες των τροπαρίων της Εκκλησίας μας είναι
σχετικά απλές και εύληπτες από τον μέσο ακροατή με σκοπό ακριβώς να
απομνημονεύονται εύκολα και να είναι δυνατή η συμμετοχή του λαού στη Λατρεία. Η
ακουστική αυτή εντύπωση δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να μεταβληθεί από την
εναρμόνιση· αλλιώς ο μουσικός που θα αγνοήσει αυτόν τον κανόνα «μπορεί να κάμει
ένα τέλειο έργο τέχνης, μια ωραία σύνθεση, αλλά δε θα είναι βυζαντινή μουσική».
Τι πιο παράδοξο θα περιμέναμε, λοιπόν, απ’
το να διατυπώνεται με τη μέγιστη δυνατή ευστοχία αυτή η αρχή στη θεωρία και να καταστρατηγείται
τόσο παταγωδώς στην πράξη! Κι όμως, αυτό συμβαίνει στο έργο του Ε. Γιαννίδη
επειδή, όπως φαίνεται, προσεγγίζει τους ήχους από τη σκοπιά της θεωρίας της
ευρωπαϊκής μουσικής και όχι αυτής της βυζαντινής, από την οποία θα εξήγαγε τα
σωστά συμπεράσματα για τη μελική τους συμπεριφορά. Αναφερθήκαμε παραπάνω στην
θεώρηση των ήχων σαν οκτάβες και την παραθεώρηση της βυζαντινής ορολογίας περί
«συστήματος του διαπασών, του τροχού, του τετραχόρδου» κ.λπ. Αυτή λανθασμένη
προσέγγιση οδηγεί με τη σειρά της σε
λάθη σχετικά με τη δομή των ήχων και την τροπικότητά τους, άρα και συλλήβδην το
άκουσμά τους, αυτό δηλαδή που βασικά μας ενδιαφέρει εδώ.
Καταρχάς,
καταφέρεται εναντίον της εφαρμοσμένης εναρμόνισης από τις τετράφωνες χορωδίες εκείνης
της εποχής υποστηρίζοντας ότι η εναρμόνιση αυτή δεν είναι επ’ ουδενί «ερμηνευτική»
της κύριας μελωδίας. Κάποιοι ήχοι, λοιπόν, ακούγονται παραμορφωμένοι ενώ
κάποιοι άλλοι δεν ακούγονται καν. Ερχόμαστε κι εμείς να συμφωνήσουμε μέχρις
εδώ.
Αλλά από
δω και πέρα αρχίζουν οι παρανοήσεις: «[ο πλ. β΄] παρ’ όλη τη φαινομενική ιδιορρυθμία
του, δεν είναι άλλο στην ουσία του παρά ένα σολ
μινόρε». Εδώ βλέπουμε ότι ενώ η
τονική του πλ. β΄ είναι ο Πα, το Ρε, πάνω απ’ το οποίο έχουμε χρωματικό
τετράχορδο, ο Γιαννίδης, προκειμένου να μπορέσει να αντιληφθεί αρμονικά την κλίμακα
τοποθετεί την τονική στο Σολ, ώστε γίνεται μινόρε. «[...] ο δεύτερος ήχος [...]
είναι μεταμφιεσμένος, πλαστογραφημένος»
επειδή οι τετράφωνοι χοροί καταργούν την ύφεση στην 6η βαθμίδα. Ας δούμε,
λοιπόν, εδώ τη χρησιμότητα του όρου «σύστημα πενταχόρδου ή ‘‘τροχός’’». Οι
κύριοι και οι πλάγιοι ήχοι στη βυζαντινή μουσική δεν είναι τίποτε άλλο παρά το
ίδιο πεντάχορδο που αναπαράγεται σε διάστημα μιας πέμπτης. Ο β΄ και ο πλ. β΄
δεν έχουν, λοιπόν, καμία διαφορά παρά ότι ο β΄ έχει τονική το Λα ενώ ο πλ. β΄ το
Ρε. Μάλιστα, όταν λέμε τονική, δεν εννοούμε πως εκτείνεται σε οκτάβα, αλλά πως
ο β΄ περιστρέφεται γύρω απ’ την τονική του και κάποτε κατεβαίνει μέχρι τον
πλάγιό του, ενώ ο πλάγιος το ακριβώς αντίθετο, εκτείνεται από την τονική του
μέχρι την πέμπτη και κάποτε την υπερβαίνει και συμπεριφέρεται σαν κύριος. Το
σολ μινόρε που προτείνει ο Γιαννίδης υπάρχει σαν άκουσμα στον πλ. β΄ όταν αυτός
περιστρέφεται γύρω από την τετάρτη του (Ρε-Μιb-Φα#-Σολ), αλλά είναι μόνο μία και μάλιστα, αν
θέλουμε να μιλήσουμε ιστορικά, όχι η πρωτογενής μορφή του ήχου· διότι οι δύο
αυτοί ήχοι έκαναν εσωτερικές καταλήξεις στις τρίτες-πέμπτες τους
(Ρε-Φα#-Λα-Ντο# κ.ο.κ.). Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τα παλαιά μέλη όπου αφενός
η βασική πορεία β΄ - πλ. β΄ είναι «κατά διφωνία» (=τρίτες) και αφετέρου είναι
τόσο στενή η σχέση κυρίου και πλαγίου που αν δεν ξέρει κάποιος πώς επιγράφεται
το κομμάτι δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν είναι κύριος ή πλάγιος ήχος (κάτι
που βέβαια ισχύει για όλα τα ζεύγη κυρίων – πλαγίων).
Όσον
αφορά ειδικά στο β΄ ήχο κατά Γιαννίδη, έχουμε να κάνουμε και την εξής
παρατήρηση. Ενώ επιμένει και πολύ σωστά στην ύφεση στην 2α αλλά και την 6η
βαθμίδα, ύφεση που αναδεικνύει ακριβώς τον χρωματικό χαρακτήρα του ήχου, και
μάλιστα κάνει ειδική μνεία στην ύφεση της 2ας,
εντούτοις βλέπουμε ότι στα εναρμονισμένα του κομμάτια
την παραλείπει.
Τώρα, η
αρχή του πεντάχορδου συστήματος που κατά κόρον ακολουθεί η βυζαντινή μουσική,
ισχύει, φυσικά, και στους άλλους ήχους. Προκειμένου για γ΄ και πλ. γ΄ (βαρύ)
εκεί τα πράγματα είναι απλά, είναι δύο μείζονες τρόποι. Ο πλ. δ΄ επίσης είναι
μείζων τρόπος (Ντο ματζόρε) αλλά με τον δ΄ τα πράγματα λίγο περιπλέκονται. Ως
δ΄ εμφανίζεται ένας ήχος που ακολουθεί ακριβώς τον ‘‘τροχό’’, ένας μείζων τρόπος
μία πέμπτη ψηλότερα, με τονική, δηλαδή, το Σολ,
αλλά και ένας ‘‘μέσος’’ του δ΄, με τονική αυτή τη φορά το Μι. Ο
Γιαννίδης, μη αντιλαμβανόμενος πως αφού έχουμε κι εδώ την κλίμακα του δ΄ έχουμε
πάλι μείζονα τρόπο που απλώς παίρνει ως βάση την τρίτη, μιλά για «μινόρε
συγχορδία του μι»
και επικαλείται το γεγονός ότι το ισοκράτημα σ’ αυτόν τον ήχο δεν είναι στο Ντο
αλλά στο Μι. Σωστή παρατήρηση μεν, αλλά όχι αποδεικτική μιας τέτοιας θεώρησης
για τον εν λόγω ήχο. Δεν είναι δυνατόν ένας κύριος και ο πλάγιός του, όσο και
να έχουν μεταβληθεί και απομακρυνθεί με την εξέλιξη της μουσικής, να φτάσουν να
θεωρούνται τόσο διαφορετικοί όσο το άκουσμα των ματζόρε και μινόρε. Μιλάμε για
την ίδια κλίμακα, απλώς με διαφορετική βάση. Άλλωστε, όταν ο λέγετος κάνει τη
συνήθη του πτώση στον Πα (Ρε), τότε τι θα έχουμε; Αυτή η εσωτερική του κατάληξη
είναι που έχει το άκουσμα του μινόρε, άρα το σύνολο θα το αντιληφθούμε ως
ματζόρε από την τρίτη.
«Άφησα τον
πρώτο ήχο για το τέλος. Αυτός είναι το μεγάλο αίνιγμα. Τόσο, που μερικοί
μουσικοί παραδέχονται την εναρμόνιση για όλους τους άλλους ήχους εκτός απ’ τον
πρώτο. [...] Από πολυχρόνια εκτέλεση
οδηγημένος έχω σχηματίσει την πεποίθηση πως η χαρακτηριστική και κυριαρχική
αρμονία για τον πρώτο ήχο είναι η συγχορδία του σολ ματζόρε, χωρίς ν’
αποκλείονται βέβαια παροδικές μετατροπίες στο φα, στο ντο, ακόμα και στο ρε
μινόρε. [...] Και μόνο με αυτό το
αρμονικό σχέδιο διατηρεί ο ήχος τη φαιδρότητα που τον χαρακτηρίζει». Παραθέτω
εδώ ενδεικτικά την αρχή από το αναστάσιμο απολυτίκιο του α΄ ήχου (ειρμολογικό
μέλος) και το παράδειγμα του Γιαννίδη στο βιβλίο του, ένα Αλληλούια
(στιχηραρικό μέλος).
Είναι προφανές
στον οποιοδήποτε ψάλτη, μουσικό αλλά και απλό ακροατή με την παραμικρή ιδέα
περί α΄ ήχου ότι η εναρμόνιση αυτή κάθε άλλο παρά «ερμηνευτική» μπορεί να
θεωρηθεί. Η αλήθεια είναι ότι ο α΄ ήχος παρουσιάζει δυσχέρειες στην αρμονική
επεξεργασία του. Σίγουρα, σύμφωνα με τα παραπάνω περί πενταχόρδου συστήματος
που αναλύσαμε, η άμεση σχέση του με τον
πλάγιό του και η διαδοχή των διαστημάτων και των δύο που είναι
τόνος-ημιτόνιο-τόνος, μας προϊδεάζουν για άκουσμα μινόρε. Ο Γιαννίδης, όμως,
σωστά επισημαίνει πως ενώ για τον πλ. α΄ αυτό το άκουσμα ευσταθεί, για τον α΄
είναι στρεβλωτικό. Θα τολμούσα όμως να πω πως και η δική του πρόταση είναι
εξίσου, αν όχι περισσότερο, αποπροσανατολιστική. Αυτό που θα μπορούσαμε να
πούμε σήμερα για την εναρμόνιση του α΄ ήχου είναι πως θα πρέπει με βάση τη
θεωρία της βυζαντινής μουσικής για το σύστημα παραγωγής των ήχων και τη μελική
τους συμπεριφορά να ψάξουμε να βρούμε τρόπους ώστε και ο ήχος να εναρμονιστεί
χωρίς όμως να είναι έντονο το μινόρε άκουσμά του αλλά και χωρίς να τον
αλλοιώσουμε παντελώς. Έως τότε, καλύτερα να τον εκτελούμε με απλό ή διπλό
ισοκράτημα.
Οι
θεωρητικές τοποθετήσεις του Ε. Γιαννίδη για την εναρμόνιση της Βυζαντινής
μουσικής δεν μπορούν παρά να εξεταστούν με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα. Οι
απόψεις του σχετικά με την καλαισθησία και την λειτουργικότητα του
εκκλησιαστικού μέλους είναι καίριες, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα. Μπορεί να
παρασύρεται ενίοτε σε ακραίες θέσεις και αφορισμούς, η αιτία, όμως, θα πρέπει
να αναζητηθεί στο πολωμένο κλίμα της εποχής. Ως προς το καθαρά μουσικό ζήτημα,
μπορούμε να πούμε πως ξεκαθαρίζει το ζήτημα των διαστημάτων προτείνοντας την
φυσική κλίμακα ως την κατεξοχήν κλίμακα της αρμονίας. Αλλά και όσον αφορά στους
ήχους, δίνει προσεγμένες περιγραφές και εμβριθείς παρατηρήσεις. Διατυπώνει,
ακόμα, την κεφαλαιώδη παρατήρηση ότι η εναρμόνιση που θα περιβάλλει την κύρια
βυζαντινή μελωδία θα πρέπει να ερμηνεύει την εσωτερική αρμονία που ενυπάρχει σε
κάθε μελωδική γραμμή. Από κει και πέρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι επιτυγχάνει,
ιδίως για ορισμένους ήχους, την πρακτική εφαρμογή αυτής της αρχής, όμως η
εργασία του είναι μία χρησιμότατη αφετηρία για όλους τους ενασχολούμενους με
την ελληνική εκκλησιαστική μουσική. Θα ήταν δε αξιολογότατο να ασχοληθούμε
πλέον επισταμένως με το έργο του, μελετώντας, συγκρίνοντας και αναλύοντας τις
θεωρητικές του τοποθετήσεις αλλά και εκτελώντας ξανά τις μάλλον ξεχασμένες συνθέσεις του.