5/8/12


Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Γ. ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ (Κων/λη 1865 – Αθήνα 1941)

διευκρινίσεις σχετικά με το α΄ μέρος (διαστηματικά)

     Οι πρόσθετες διευκρινίσεις που θα δώσουμε εδώ οφείλονται στη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με την αλληλουχία των διαστημάτων της φυσικής κλίμακας, καθώς προκειμένου να εξαλειφθεί το πρόβλημα του πυθαγορείου κόμματος έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις χωρισμού της κλίμακας σε δύση και ανατολή μέχρι να φθάσουμε, για τη δύση, στη συγκερασμένη που απλοποιεί τα πράγματα, τουλάχιστον στην πράξη.
     Επειδή το θέμα είναι δαιδαλώδες θα περιοριστούμε στα σχετικά με τον Ε. Γιαννίδη και την κλίμακα που χρησιμοποιεί σήμερα η Βυζαντινή μουσική.
     Ο Γιαννίδης, όταν μιλά για φυσική κλίμακα εννοεί την κλίμακα του Zarlino[1]:

κλίμακα Zarlino
φθόγγος
Do
Re
Mi
Fa
Sol
La
Si
Do
λόγος από αρχή
1/1
9/8
5/4
4/3
3/2
5/3
15/8
2/1
λόγος μεταξύ

9/8
10/9
16/15
9/8
10/9
9/8
16/15


Η κλίμακα αυτή, όπως γνωρίζουμε, επικράτησε στη Δύση μέχρι την οριστική πλέον επικράτηση της συγκερασμένης, αλλά και μέχρι σήμερα στην Ανατολή απ’ την οποία επί της ουσίας προήλθε, αφού, παρόλο που είναι γνωστή ως κλίμακα του Zarlino, είναι στην πραγματικότητα η κλίμακα του Δίδυμου[2] με τη διαφορά ότι ο Zarlino, προκειμένου να δημιουργήσει τρίφωνες συγχορδίες εναλλάσσει την VI με την VII (τα διαστήματα Sol-La και La-Si στον παραπάνω πίνακα). Έτσι έχουμε τη διδυμική κλίμακα:
κλίμακα μαλακή Διδύμου
φθόγγος
Do
Re
Mi
Fa
Sol
La
Si
Do
λόγος από αρχή
1/1
9/8
5/4
4/3
3/2
27/16
15/8
2/1
λόγος μεταξύ

9/8
10/9
16/15
9/8
9/8
10/9
16/15


     Οι διαφορές, βέβαια, μεταξύ τόσο λεπτών διαστηματικών αποχρώσεων είναι πολύ δυσδιάκριτες· γεγονός είναι όμως ότι ο Γιαννίδης επιμένει ότι η φυσική κλίμακα είναι «το καθαυτό όργανο της αρμονίας». Η σημασία αυτής της διαπίστωσης έγκειται, όπως είπαμε, στην απόρριψη της συγκερασμένης κλίμακας. Απ’ την άλλη, η ελληνική μουσική έχει ακριβώς τα ίδια διαστήματα σε λόγους με τη διαφορά στην αλληλουχία μεταξύ VI και VII.
     Ο Χρύσανθος, τώρα, στο Θεωρητικό[3] του χωρίζει την κλίμακα σε 68 τμήματα και καθορίζει
μείζονα τόνο 12 τμ., ελάσσονα 9 και ελάχιστο 7.
Οι λόγοι που βγαίνουν απ’ αυτήν τη μέτρηση είναι 9/8, 12/11 και 88/81 αντίστοιχα, λόγοι οι οποίοι όπως βλέπουμε είναι διαφορετικοί απ’ της φυσικής κλίμακας του Διδύμου και αρκετά πιο σύνθετοι άρα και εξαρχής λιγότερο κοντά στη φυσική κλίμακα. Η Πατριαρχική Επιτροπή του 1881 χωρίζει την κλίμακα σε 36 τμ. (ή 72 για «τελειοτέραν μεταξύ θεωρίας και πράξεως συμφωνίαν»[4]) και διαστήματα
6, 5, 4 (ή 12, 10, 8).
Τα διαστήματα της κλίμακας του Διδύμου εάν αναλύσουμε τους λόγους του είναι
12, 11, 7.
     Εν ολίγοις, δεν υπάρχει συμφωνία και πόσω μάλλον ταύτιση στις μετρήσεις για τη φυσική διατονική κλίμακα. Εν τούτοις, οι διαφορές είναι βέβαια αξιόλογες για το μουσικό – μαθηματικό που επιθυμεί να κάνει ένα σαφή προσδιορισμό (ο οποίος έχει σημαντικό ρόλο και στη διδασκαλία) αλλά ίσως όχι άμεσα αντιληπτές ακουστικά για τη συντριπτική πλειονότητα των μουσικών. Ο Χρύσανθος και η Επιτροπή επιχειρούν να δώσουν για πρώτη φορά λόγους και τμήματα στη Βυζαντινή μουσική. Η μη υιοθέτηση της κλίμακας του Διδύμου είναι μάλλον αποτέλεσμα της τάσης διαφοροποίησης από τη δυτική μουσική παρά άγνοια ή πραγματική απόκλιση της κλίμακας που χρησιμοποιεί η Βυζαντινή μουσική από τη φυσική διατονική κλίμακα. Είναι γεγονός ότι οι εργασίες αυτές συγκλίνουν σαφώς σ’ αυτήν – και δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

σημ. Δίνω εδώ γενική βιβλιογραφία και κυρίως διαδικτυακούς συνδέσμους οι οποίοι κι αυτοί με τη σειρά τους παραπέμπουν σε εκτενέστερο βιβλιογραφικό υλικό.

     

 


[1] Ελισαίου Γιαννίδη, Η βυζαντινή μουσική και η εναρμόνισή της, Αθήνα, Γκοβόστης (ανατύπωση, χωρίς έτος) [=Δελτίον του Εκπαιδευτικού Ομίλου 19 (1921)].
[2] Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η κλίμακα προϋπήρχε αυτής του Πυθαγόρα και ο  Δίδυμος απλώς την επανέφερε.
[3] Χρυσάνθου, Θεωρητικό Μέγα της Μουσικής, Τεργέστη, Michele Weis, 1832, επανεκδ. Κουλτούρα
[4] Μουσική Επιτροπή του Οικ. Πατρ. (1881), Στοιχειώδης διδασκαλία της Εκκλησιαστικής Μουσικής - εκπονηθείσα επί τη βάσει του ψαλτηρίου, Κωνσταντινούπολη, 1888 επανέκδ. Κουλτούρα, σελ. 23.

9 σχόλια:

  1. Πολύ κατατοπιστικό άρθρο. Αν και δεν είμαι καθόλου ειδικός στη μαθηματική σχέση των διαστημάτων και την προσπάθεια να ερμηνεύσουμε στην πράξη τα ελάχιστα δυνατά διαστήματα, συμφωνώ με τα παραπάνω. Ο Γιαννίδης είναι άνθρωπος "πρακτικός" χωρίς να γίνεται απλουστευτικός, και ούτε στερείται ακαδημαϊκότητας. Η διαμάχη εξάλλου του χωρισμού της κλίμακας ανάγεται σε πολύ παλαιότερες εποχές. Ο Γιαννίδης και όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του απηχούν εξάλλου με σαφήνεια τις απόψεις του Αριστόξενου και όχι των Πυθαγορείων, ο χωρισμός της κλίμακας των οποίων μοιάζει περισσότερο με εικοτολογία παρά με πραγματική δυνατότητα μουσικής εκτέλεσης. Για όσους ισχυρίζονται εξάλλου ότι μπορούν υπό συνθήκες (όπως π.χ. μέσω μουσικής απομόνωσης από οποιοδήποτε συγκερασμένο άκουσμα) και για κάποιο διάστημα μηνών να ασκήσουν την ανθρώπινη φωνή σε υποπολλαπλάσια διαστήματα, δεν είμαι καθόλου βέβαιος για την ποιότητα του ακούσματος ή για την ψυχική τους υγεία μετά το τέλος του πειράματος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ότι στην ανατολική μουσική υπάρχουν τα μικροδιαστήματα κι ότι εκεί κάνουν τη διαφορά αυτό είναι αναμφισβήτητο. Μπορεί για το δυτικό μουσικό αυτό να φαίνεται μόνο θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά το εξασκημένο αυτί του ανατολίτη μπορεί και να διακρίνει και να εκτελεί – κατά το μάλλον ή το ήττον, βέβαια – αυτές τις ποικίλες αποχρώσεις.
    Τώρα, το κατά πόσο κάτι τέτοιο υφίσταται αλλά και είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ στη βυζαντινή μουσική, αυτό τίθεται υπό κρίσιν. Σίγουρα, μέσα στην ανά τους αιώνες πορεία της η βυζαντινή μουσική προσέλαβε, όπως εξηγήσαμε στο πρώτο μας άρθρο, τα ιδιώματα των ανατολικών μουσικών – αυτά τα οποία πάντοτε εν δυνάμει είχε. Μόνο μια εμπεριστατωμένη έρευνα μπορεί να μας δείξει τι μπορούμε να απορρίψουμε και τι πρέπει να διατηρήσουμε. Σίγουρα δεν μπορούμε να παραδοθούμε σε βιαστικά συμπεράσματα, ιδιαίτερα όταν τα δομικά υλικά του μουσικού αυτού συστήματος είναι τόσο σφιχτοδεμένα μεταξύ τους για το τελικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ που διέπει το βυζαντινό μουσικό σύστημα δεν μας επιτρέπει να κάνουμε σ’ αυτό προσθαφαιρέσεις κατά το δοκούν. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αυξημένο αισθητικό κριτήριο, διότι μία επιμέρους μεταβολή επηρεάζει το συνολικό άκουσμα.
    Το παρακάτω ηχητικό, π.χ., ακούμε μια κλίμακα η οποία στα αυτιά του δυτικού μουσικού φαίνεται απροσδιόριστη, ακατανόητη. Προσοχή, δεν λέω φάλτση, διότι το φάλτσο έχει την έννοια της στιγμιαίας παρέκκλισης από τον κανόνα. Εδωπέρα, όμως, ο κανόνας όπως τον ξέρουμε δεν υπάρχει, άρα το άκουσμα δεν είναι φάλτσο, είναι απλώς διαφορετικό. Αν πας σ’ αυτό το κομμάτι να αλλάξεις ένα διάστημα, π.χ. το μι-φα (όπου μι η τονική στην οποία καταλήγει) το οποίο είναι πασιφανώς μεγαλύτερο το ημιτονίου και μικρότερο του τόνου, πολύ απλά καταρρέει το σύνολο. Αν πάμε να παίξουμε αυτό το κομμάτι στο πιάνο δεν θα πετύχουμε στη θέση της ούτε μια νότα! Σημειώνω ότι ο Ειρηναίος, επίσκοπος Σάμου, που ακούγεται είναι από τους πρώτους εκτελεστές που ηχογραφήθηκαν και θεωρείται από πολλούς, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου, ένας από τους αυθεντικούς ερμηνευτές σε όλα τα επίπεδα. Παρόλη την κακή ποιότητα της εγγραφής, διακρίνεται, πέρα από τα διαστήματα, ο άψογος χρόνος, η εξαίρετη άρθρωση, το ηγεμονικό και ιεροπρεπές ύφος, χωρίς περιττές αναλύσεις.

    http://www.youtube.com/watch?v=dvvZ1SKUaqs
    από εδώ:
    http://www.musicale.gr/byzantina/anymnisomen/index.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εντάξει, πολύ πιθανά όλα αυτά. Ας δούμε όμως την πολυπλοκότητα μιας τέτοιας απάντησης. Η υπόθεση με τον συγκερασμό και τη φυσική κλίμακα είναι κι αυτή γνωστή, υπό την έννοια ότι αν στις πρόβες της μια καλά ασκημένη χορωδία δεν συμπεριλάβει για καιρό έναν σταθερό τονοδότη ανά νότα, π.χ. πιάνο, πολύ γρήγορα θα αρχίσουν να ξεχωρίζουν οι υφέσεις από τις διέσεις κ.ο.κ. Έτσι, ο συγκερασμός αποτελούσε πάντοτε αίτημα, και κάθε προσπάθεια ομαδικής μουσικής εκτέλεσης αργά ή γρήγορα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ζήτημα. Για να συνοψίσω: είναι διαφορετικό το μουσικό άκουσμα από το μουσικό πείραμα. Το δεύτερο έχει μέσα του και τον παράγοντα της ιστορικότητας, σαν να προσπαθούμε να ανασυστήσουμε κάτι που αισθητικά δεν βρίσκεται πολύ κοντά σε εμάς και τη μουσική μας ακουστική πρόοδοο, αλλά είναι ενδιαφέρον να το ακούσουμε σε ένα ρεσιτάλ αρχαίας μουσικής. Σκέψου όμως την επιμονή μας να επαναφέρουμε στη λατρεία τα μικροδιαστήματα που, αν υπήρξαν πράγματι ως άκουσμα, εγκαταλείφθηκαν ως μη ευκόλως αναπαραγόμενα. Και κάτι τελευταίο: όλα τα παραδείγματα μικροδιαστημάτων εφαρμόζονται πολύ ευκολότερα από έναν εκτελεστή. Η περίπτωση του ομαδικού μέλους θα αντιμετωπίσει πολύ γρήγορα ένα πρόβλημα συγκερασμού, του όποιου συγκερασμού, ατομικής διαστηματικής αίσθησης και δυνατότητας συλλογικής εκτέλεσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή
    2. Συμφωνώ ιδίως με την τελευταία θέση. Ο συγκερασμός είναι ένα αίτημα που προέκυψε από πρακτικές ανάγκες και επηρεάστηκε βέβαια από την πολυφωνική επεξεργασία, κυρίως, πιστεύω, όσον αφορά όχι τόσο στην απλή πολυφωνία αλλά στις μετατροπίες. Από κει και πέρα στη χορωδιακή εκτέλεση πράγματι υπάρχει η ανάγκη για απλούστερα διαστήματα προκειμένου να υπάρχει ταύτιση φωνών. Γι’ αυτό και η μουσική εξέλιξη της ανατολικής μουσικής, ιδίως με την μελισματική επεξεργασία, απαίτησε από ένα σημείο και μετά έναν μόνο εκτελεστή και η χορωδιακή εκτέλεση ατόνησε λόγω αυτής της δυσκολίας· ανωμαλία που οπωσδήποτε, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποκατασταθεί.
      Όμως, αν μιλάμε για μονωδία και διαστηματικό πλούτο στη βυζαντινή μουσική, δεν αναφερόμαστε σε αποκατάσταση διαστημάτων. Όλοι οι παραδοσιακοί λεγόμενοι ψάλτες που πρόλαβαν οι ερευνητές να ηχογραφήσουν τον προηγούμενο αιώνα εκτελούν τη φυσική κλίμακα. Και το παραπάνω άκουσμα που παρέθεσα έτσι εκτελείται και ούτε είναι τόσο παλιό που να μιλάμε για ανασύσταση αρχαίας μουσικής ούτε ήταν ή είναι μη ευκόλως αναπαραγόμενα. Μιλώ πάντα για μονωδιακή εκτέλεση. Άλλη απόδειξη αυτών που λέω, από τις μουσικές πηγές αυτή τη φορά, είναι ότι οι μουσικοί που επιμελήθηκαν τα πρώτα έντυπα βιβλία μετά τη μεταρρύθμιση της γραφής (ας πούμε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι.) όταν θέλουν να εκτελεστεί το διάστημα Ρε-Μι (τμήματα 9 κατά Χρύσανθο ή 10 κατά Επιτροπή) της φυσικής κλίμακας ως μείζον τόνος (12 τμήματα), προκειμένου, δηλαδή, να δημιουργήσουν πέμπτη καθαρή με τη συνήχηση ΛΑ-Μι, τοποθετούν δίεση στο Μι (παρόλο που γενικά τα πρώτα βιβλία είναι πολύ φειδωλά σε τέτοιες αλλοιώσεις που συστηματοποιήθηκαν άλλωστε με την Επιτροπή του 1881). Και λένε οι Έλληνες τετράφωνοι: Μα τι θέλουν δηλαδή, να κάνουν το Μι-Φα πιο μικρό από ημιτόνιο; Όχι, θέλουν να κάνουν το Μι-Φα ημιτόνιο, γιατί στη φυσική κλίμακα ημιτόνια δεν υπάρχουν.
      Οι άνθρωποι, λοιπόν, αυτοί και τα άκουγαν και τα εκτελούσαν. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η μουσική που άκουγαν γενικά, εκκλησιαστική και κοσμική, ήταν μια και η αυτή. Εμείς σήμερα ακούμε μόνο τη συγκερασμένη κλίμακα, από παντού. Γι’ αυτό και το αυτί μας δεν είναι, βέβαια, εξασκημένο στα διαστήματα της φυσικής κλίμακας που δεν είναι όμως θεωρητικά αλλά εφαρμόσιμα από τους εξασκημένους εκτελεστές. Το αν ανταποκρίνονται σε μιαν αισθητική ανάγκη είναι άλλο θέμα που πρέπει να εξεταστεί αφού όμως δούμε πώς εφαρμόζονται στην πράξη και τι ρόλο παίζουν στη μουσική αυτή.
      Όσον αφορά όμως στην χορωδιακή εκτέλεση, εκεί πρέπει να κάνουμε κάποιες απαραίτητες εκπτώσεις. Γι’ αυτό φτάνουν στο σημείο πολλοί σύγχρονοι ψάλτες να λένε ότι δεν μπορεί να υπάρξει με τα σημερινά δεδομένα χορωδιακή εκτέλεση στη βυζαντινή μουσική, τουλάχιστον ανάλογη σε οργάνωση και συγχρονισμό με την ευρωπαϊκή. Επειδή σίγουρα εκεί θα αναγκαστούμε να θυσιάσουμε όχι μόνο τα διαστήματα αλλά και τη μεγάλη ποικιλία των αναλύσεων και της ελευθερίας που έχει ο μονωδός στην εκτέλεση που τη μονωδία την ποικίλει βέβαια αλλά στη χορωδία δε χωρά.

      Διαγραφή
  4. Γενικά δεν διαφωνούμε. Μόνο ίσως στο ότι η αισθητική ανάγκη δεν είναι άλλο θέμα, είναι ΤΟ θέμα στη σύγχρονη ελληνική εκκλησιαστική μουσική. Εννοώ ότι η σύγχρονη μουσική λατρεία έχει μόνο έναν δρόμο, τον δρόμο του συγκερασμού, και μάλιστα (για να είμαστε ειλικρινείς) τη "φωνητική συγκερασμένη κλίμακα", που θα πει λιγότερη ή περισσότερη ανάμειξη της φυσικής κλίμακας κατά την a capella εκτέλεση, χάρη στις αναμενόμενες έλξεις.
    Ας συνοψίσουμε λοιπόν.
    1. Συμφωνώ με την ιστορική προσέγγιση ως ακαδημαϊκό αγαθό που προσφέρει εξηγήσεις,
    2. αντιτάσσομαι στην όποια διαστηματική εμμονή κατά την εκτέλεση, πλην του σύγχρονου κοινού αισθήματος περί διαστημάτων,
    3. ακούω με προσοχή την τροπικότητα που αναδύεται πολλαπλασιαστικά από καλές πολυφωνικές (όχι αναγκαστικά τετράφωνες) συνθέσεις,
    4. προτιμώ στη λατρεία τη μουσική που χειρίζεται με δεξιοτεχνία την τροπικότητα και τη μετατροπία, με στόχο να δείξει τον πραγματικό πλούτο του συγκερασμού και αναγκαστικά τους κανόνες κλασικής αρμονίας,
    5. προτείνω ανεπιφύλακτα το έργο του Παναγιώτη Γεωργίου ως το καλύτερο μέχρι στιγμής μουσικό παράδειγμα που συγκεντρώνει τις παραπάνω αρχές.
    Διονύσης Μπενέτος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το ξέρω ότι δεν διαφωνούμε. Απλώς στα παραπάνω θα προσέθετα το εξής: αξίζει η κάθε μουσική παράδοση αλλά και η κάθε μουσική καινοτομία να αφεθεί ελεύθερη να δώσει τον καλλιτεχνικό της καρπό με τον τρόπο που μπορεί καλύτερα. Για μένα, δηλαδή, έχουν αξία όλα τα φωνητικά σύνολα αρκεί να υπηρετούν με συνέπεια και ειλικρίνεια την τέχνη τους και να παράγουν αποτελέσματα άξια λόγου, και αισθητικά και λειτουργικά. Αν αυτό επιτυγχάνεται, τότε η τέχνη έχει εκπληρώσει το σκοπό της.

    Το έργο του Γεωργίου δεν το έχω μελετήσει επισταμένως ακόμα αλλά από τα δείγματα που έχω πιστεύω πως πράγματι συγκεντρώνει αυτά τα χαρακτηριστικά.
    Αν και εκ του προχείρου η ερώτηση, ξέρουμε θετικά αν ο Γεωργίου ακολουθεί συνειδητά τον Γιαννίδη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο Γεωργίου εκτιμά το έργο του Γιαννίδη και τον λαμβάνει σοβαρά υπόψη πριν το 1950, οπότε και δημοσιεύει σε ένα την άποψή του για τον Γιαννίδη. Σου δίνω το απόσπασμα:
    Παναγιώτη Γεωργίου, Βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ ἁρμονία (1950)
    [Παράδοση του κειμένου από GhT1m, ff. 2―16 (fin.), και ΕΝΟΡΙΑ 93 (1950), 89-90· 94-95 (1950), 108-109· 96 (1950), 131-132· 98 (1950), 163· 99 (1950), 176-177 (fin.)]
    "...Ἄλλος κύκλος ξεχωριστῆς ἐργασίας εἶναι τοῦ Σ. Σταματιάδη, γνωστοῦ μὲ τὸ ψευδώνυμον Ἐλισσαῖος Γιαννίδης (†1946). Ὁ Γιαννίδης εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἔγραψε ἐκκλησιαστικὴ ἁρμονία σὲ αὐτούσια βυζαντινὰ μέλη παρμένα ἀπὸ τοὺς περισσότερους βυζαντινοὺς «ἤχους». Ἡ ἐργασία του, ποὺ ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴν ἱστορία τῆς ἐναρμονίσεως τῆς βυζαντινῆς, βρίσκεται τυπωμένη σὲ τέσσερα βιβλιαράκια: Τὸ ἕνα εἶναι θεωρητικὴ πραγματεία γιὰ τὴν ἐναρμόνιση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, τὰ ἄλλα τρία περιέχουν βυζαντινὰ μέλη μὲ τὴν μελωδικὴν ἑρμηνεία τους, ὅπως ὁ ἴδιος θέλει να ὀνομάζῃ τὴν ἁρμονία του.
    Τὸ ἔργο τοῦ Γιαννίδη καταπολεμήθηκε ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς βυζαντινῆς μονοφωνίας καὶ ἂν δὲν ἔγινε εὐρύτερα γνωστό, ἡ αἰτία εἶναι ὅτι ὄλες οἱ ἐναρμονίσεις του προορίζονται γιὰ μικτὴ χορωδία, καὶ τὰ κομμάτια τῆς μικτῆς δὲν μποροῦν νὰ ψαλοῦν ἀπὸ ἀνδρικὴν χορωδία χωρὶς προηγούμενη μεταγραφή, δύσκολη πολλὲς φορὲς κι ἀδύνατη κάποτε.
    Ὁ Γιαννίδης προτιμᾶ στὶς ἐναρμονίσεις του τὰ «εἱρμολογικὰ» μέλη, καὶ ἀπὸ τὰ «στιχηραρικὰ» ὅσα ἀνήκουν στὴ Θεία Λειτουργία. Ἀποκλείει δηλαδὴ ὁλοτελῶς τὰ «παπαδικά», ἐπειδὴ τὰ θεωρεῖ κενὰ μουσικοῦ περιεχομένου. Στὶς ἐναρμονίσεις του χρησιμοποιεῖ μόνο τὴν «ὁμόφωνη» ἁρμονία, ἀποκλείοντας ἐντελῶς τὴν πολυφωνικὴ (ἀντιστικτικὴ) ἐπεξεργασία. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ὁ μοναδικὸς ναὸς τῆς πρωτευούσης στὸν ὁποῖο ἐκτελοῦνται ἐναρμονισμένα βυζαντινὰ μέλη τοῦ Γιαννίδη εἶναι ὁ ναὸς τῆς Χρυσοσπηλιωτίσσης. [Η υποσημείωση αυτή παραδίδεται μόνο από το σωζόμενο χειρόγραφο του Π. Γεωργίου και δεν δημοσιεύθηκε από το περιοδικό ΕΝΟΡΙΑ πιθανόν λόγω περιορισμένου χώρου.]
    Το κείμενο αυτό είναι ακριβώς έτσι και περιλαμβάνεται όπως ξέρεις στα Άπαντα του Γεωργίου που τελούν υπό έκδοση, και μπορείς να το χρησιμοποιείς αν χρειαστεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό, όπως επίσης να δεις αν χρειαστείς και το αρχειακό υλικό. Για να μην σε κουράζω, ο Γεωργίου αναφέρει τον Γιαννίδη και σε άλλα θεωρητικά του έργα, συνολικά 5-6 φορές, όπως π.χ. στη σειρά άρθρων που εξέδωσε με τίτλο Μορφολογία τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς (1955 ― 1956.

    Και κάτι τελευταίο. Στην ίδια μελέτη, η άποψη του Γεωργίου είναι ότι το θέμα της εναρμόνισης και των όποιων διαστηματικών ενστάσεων δεν σχετίζεται με το είδος, αλλά με στη σειρά των διαστημάτων στη λεγόμενη βυζαντινή μουσική, άποψη την οποία θεμελιώνει ο Γιαννίδης. Σου παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
    "...Ἡ ἔνσταση ὅμως πὼς ἡ βυζαντινὴ δὲν μπορεῖ γιὰ λόγους τεχνικοὺς νὰ ἐναρμονισθῇ, βασίζεται καὶ σὲ ἄλλα δεδομένα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ κυριώτερο εἶναι ἡ ἰδιορρυθμία ποὺ παρουσιάζουν οἱ κλίμακές της. Ἡ ἰδιορρυθμία αὐτὴ ὑπάρχει πράγματι. Καὶ ὑπάρχει στὴ σειρὰ* τῶν διαστημάτων, ποὺ διαφέρει αἰσθητὰ ἀπὸ τὴ σειρὰ ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ διαστήματα τῶν κλιμάκων τῆς εὐρωπαϊκῆς . Ἀκριβῶς γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἁρμονικὴ ἐπεξεργασία τῶν βυζαντινῶν μελωδιῶν παρουσιάζει δυσκολίες, ὄχι ὅμως ἀνυπέρβλητες. Ἀρκεῖ νὰ καταλάβωμεν ὅτι ἁρμονία δὲν θὰ πῇ μεῖζον καὶ ἔλασσον γένος. Ἡ εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ στοὺς δυὸ αὐτοὺς ὅρους ἔχει περιλάβει ὅλη τὴν ἀπέραντη ποικιλία τῶν ἁρμονικῶν συνδυασμῶν. *ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Καὶ ὄχι στὸ εἶδος τῶν διαστημάτων, δηλαδὴ στὴν ὕπαρξη διαστημάτων μικροτέρων τοῦ ἡμιτονίου ποὺ ἐμφανίζουν τὰ Θεωρητικὰ τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, καὶ ποὺ ὑποστηρίζει μιὰ μερίδα εἰδικῶν τῆς βυζαντινῆς. Γιατὶ δὲν ὑφίστανται στὴν πραγματικότητα διαστήματα διαφορετικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τῆς φυσικῆς κλίμακος καὶ τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν ἀποδεικνύει μὲ τὴν ἀκαταμάχητη ἐπιστημονικὴ ἐπιχειρηματολογία του ὁ Ἐλ. Γιαννίδης (Ἐλισσαίου Γιαννίδη: Ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ ἐναρμόνισή της. Ἔκδοση 1939.)"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ευχαριστώ πολύ, Διονύση, για την αναλυτική απάντηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή